πλάγιος — placed sideways masc nom sg πλάγιος placed sideways masc/fem nom sg πλάγος side neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο 1. αυτός που έχει θέση πλάγια, γερτή, ο λοξός: Πλάγια γραμμή. 2. μτφ., ο έμμεσος: Πλάγιοι συγγενείς, όχι συγγενείς ευθείας γραμμής. 3. ο παράνομος, όχι νόμιμος: Πλάγια μέσα. 4. ως ουσ., τα πλάγια οι πλευρές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαγιωτέρων — πλάγιος placed sideways fem gen comp pl πλάγιος placed sideways masc/neut gen comp pl πλάγιος placed sideways fem gen comp pl πλάγιος placed sideways masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίως — πλάγιος placed sideways adverbial πλάγιος placed sideways masc acc pl (doric) πλάγιος placed sideways adverbial πλάγιος placed sideways masc/fem acc pl (doric) πλαγιόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιώτερος — πλάγιος placed sideways masc nom comp sg πλάγιος placed sideways masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίους — πλάγιος placed sideways masc acc pl πλάγιος placed sideways masc/fem acc pl πλαγιόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγιοι — πλάγιος placed sideways masc nom/voc pl πλάγιος placed sideways masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίαις — πλάγιος placed sideways fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίη — πλάγιος placed sideways fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίην — πλάγιος placed sideways fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)