πλάγιος

πλάγιος
α, ο[ν]
1) боковой, фланговый; 2) грам, косвенный;

πλάγία πτώση — косвенный падеж;

πλάγιος λόγος — косвенная речь;

3) косой, наклонный;
4) прям. , перен. обходной, окольный;

πλάγιος δρόμος — окольная дорога;

πλάγча μέσα — окольные пути;

πλάγια ενέργεια — незаконные действия;

§ οι πλάγιοί ( — или εκ πλάγίου) συγγενείς — родня по боковой линии


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πλάγιος" в других словарях:

  • πλάγιος — placed sideways masc nom sg πλάγιος placed sideways masc/fem nom sg πλάγος side neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • πλάγιος — α, ο 1. αυτός που έχει θέση πλάγια, γερτή, ο λοξός: Πλάγια γραμμή. 2. μτφ., ο έμμεσος: Πλάγιοι συγγενείς, όχι συγγενείς ευθείας γραμμής. 3. ο παράνομος, όχι νόμιμος: Πλάγια μέσα. 4. ως ουσ., τα πλάγια οι πλευρές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαγιωτέρων — πλάγιος placed sideways fem gen comp pl πλάγιος placed sideways masc/neut gen comp pl πλάγιος placed sideways fem gen comp pl πλάγιος placed sideways masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίως — πλάγιος placed sideways adverbial πλάγιος placed sideways masc acc pl (doric) πλάγιος placed sideways adverbial πλάγιος placed sideways masc/fem acc pl (doric) πλαγιόω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιώτερος — πλάγιος placed sideways masc nom comp sg πλάγιος placed sideways masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίους — πλάγιος placed sideways masc acc pl πλάγιος placed sideways masc/fem acc pl πλαγιόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγιοι — πλάγιος placed sideways masc nom/voc pl πλάγιος placed sideways masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίαις — πλάγιος placed sideways fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίη — πλάγιος placed sideways fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίην — πλάγιος placed sideways fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»